- υποχοιρίς
- η / ὑποχοιρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και υποχαιρίς Ννεοελλ.γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη, με 80 περίπου είδημσν.-αρχ.(στον Θεόφρ. κ.ά.) είδος τού φυτού κιχώριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + χοῖρος. Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hypochoeris].
Dictionary of Greek. 2013.